- έναρθρος
- -η, -ο (AM ἔναρθρος, -ον)1. (για φωνή, λόγο κ.λπ.) αυτός που παράγεται από καθαρή σύναψη τών φθόγγων2. γραμμ. ο γραμματικός τύπος που εκφέρεται με άρθρο («έναρθρο απαρέμφατο, μετοχή» κ.λπ.)νεοελλ.αρθρωτός, αυτός που έχει τα μέλη του συναρμοσμένα με αρθρώσεις («έναρθρος ζυγός, μηχανισμός»)αρχ.αυτός που έχει ισχυρά άρθρα, μέλη.επίρρ...ενάρθρως1. με τρόπο έναρθρο, με ευκρινή σύναψη τών φθόγγων2. γραμμ. με άρθρο.
Dictionary of Greek. 2013.